- συναμιλλώμαι
- -άομαι, ΜΑ [ἁμιλλῶμαι]αγωνίζομαι μαζί με κάποιον εναντίον άλλουμσν.συναγωνίζομαι, μετέχω σε κοινή προσπάθεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναμιλλῶμαι — συναμιλλάομαι contend pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) συναμιλλάομαι contend pres ind mp 1st sg συναμιλλάομαι contend pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) συναμιλλάομαι contend pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) συναμιλλάομαι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμιλλώμαι — ( άομαι) (Α αμιλλῶμαι) αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι νεοελλ. είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω… … Dictionary of Greek